- κόχλος
- (I)ο (AM κόχλος)1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή τής πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ ἐς βαφὴν πορφύρας παρέχεται», Παυσ.)2. ο κοχλίας, το σαλιγκάριμσν.βαφή για τα μάτιααρχ.μουσ. ελικοειδές όστρακο που χρησιμοποιούνταν ως σάλπιγγα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται, όπως και το κόγχος, στην ΙΕ ρίζα *konkho- «μύδι, κοχύλι», με απώλεια τού έρρινου στοιχείου, που παρατηρείται και στο νεοελλ. κοχύλι. Εμφανίζει επίθημα -λο- (πρβλ. στρεβ-λό-ς, τυφ-λό-ς).ΠΑΡ. κοχλίας, κοχλιόςαρχ.κοχλίον, κοχλίςμσν.κοχλωτός.ΣΥΝΘ. κοχλοειδήςαρχ.κοχλογέννητος].————————(II)και χόχλος, οκοχλασμός («σαν το θερμό στα κάρβουνα που ο χόχλος τό φουσκώνει», Ερωτόκρ.)[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < κοχλάζω].————————(III)κόχλος, ὁ (Μ)πιθ. φαρμακευτική σκόνη ή τρίμμα κάποιου φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τη λ. κόχλος (Ι). Έτσι ονομάστηκε το φυτό άγχουσα, κν. βαφόρριζα, που τριμμένο σε λεπτότατη σκόνη χρησίμευε στην παρασκευή ερυθρών χρωμάτων που αντικαθιστούσαν την πορφύρα αλλά και ως ψιμύθιο τών γυναικών. Έτσι η σκόνη πήρε την ονομ. κόχλος «κοχύλι», επειδή από κοχύλια παρασκευαζόταν η αληθινή πορφύρα, αλλά και με παρετυμολογική σύνδεση προς το αραβ. kohhol, που δήλωνε κάθε λεπτή χημική ή φαρμακευτική σκόνη.ΠΑΡ. μσν. κοχλίζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.